ποδηγετώ

ποδηγετώ
ποδηγέτησα, ποδηγετήθηκα
1. μτβ., δείχνω το δρόμο σε κάποιον, οδηγώ.
2. μτφ., δίνω καλή ανατροφή σε κάποιον, παιδαγωγώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποδηγετώ — ποδηγετῶ, έω, ΝΜΑ [ποδηγέτης] 1. οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον 2. μτφ. καθοδηγώ, κατευθύνω ηθικά και πνευματικά κάποιον αρχ. διδάσκω («τἀγαθὰ... ποδηγετεῑν», Δημόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ποδηγετώ — ποδηγετώ, ποδηγέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ποδηγέτηση — η, Ν ποδηγεσία, καθοδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηγετώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδηγέτησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ποδηγώ — έω, Α [ποδηγός] 1. ποδηγετώ, δείχνω το δρόμο («ἁρπάσας παῑδα ἕνα... ἐκέλευσε ποδηγεῑν πρὸς τὰς ἀνατολάς», Απολλόδ.) 2. κατευθύνω, καθοδηγώ πνευματικά …   Dictionary of Greek

  • συμποδηγετώ — έω, Α [ποδηγετῶ] συμμετέχω στην καθοδήγηση πορείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”